-
1 αμαρτία
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
2 αμάρτημα
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»*
См. также в других словарях:
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
Λεγκράν, Μισέλ — (Michel Legrand, Παρίσι 1932 –). Γάλλος μουσικοσυνθέτης. Με κλασικές σπουδές στο Ωδείο του Παρισιού, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως πιανίστας συνοδεύοντας διάφορους ερμηνευτές, όπως τη Ζιλιέτ Γκρεκό και τον Μπινγκ Κρόσμπι. Γνώρισε μεγάλη… … Dictionary of Greek
Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα … Dictionary of Greek
Μπεζάρ, Μορίς — (Maurice Bejart, Μασσαλία 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου χορευτή, χορογράφου και σκηνοθέτη όπερας Μορίς Ζαν ντε Μπερζέ (Maurice Jean de Berger). Καθοριστικά για τη ζωή και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν η επιρροή που άσκησε … Dictionary of Greek